Παραδοσιακές φορεσιές


Αναφορά στις παραδοσιακές φορεσιές


           Η φορεσιά σαν προέκταση και απεικόνιση του ανθρώπινου σώματος , αποτελεί ένα βασικό εργαλείο για την κατανόηση του ανθρώπου και της κοινωνίας. Μπορεί , δηλαδή, κανείς να «διαβάσει» σε μια φορεσιά την ιστορία και τις τοπικές συνήθειες ενός χώρου, την διόρθωση και τις αξίες μιας κοινωνίας, τη θέση και την προσωπικότητα ενός ατόμου. Μέσα από τις φορεσιές μπορεί κανείς να «διαβάσει» τον τόπο καταγωγής και τις διακρίσεις  μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και επαγγελμάτων. Οι παράγοντες που επέδρασαν στην διαμόρφωση των πολυάριθμων παραλλαγών της ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς  είναι κυρίως ιστορικοί, κοινωνικοοικονομικοί, οι κλιματολογικές συνθήκες και η μορφολογία του εδάφους. Σύμφωνα με τις ταξινομήσεις και κατά καιρούς κατατάξεις τις ελληνικές φορεσιές μπορούμε να τις διακρίνουμε σε γιορτινές, καθημερινές και νυφιάτικες  ή γαμπριάτικες. Με βάση το φύλο τις διακρίνουμε σε γυναικείες και σε ανδρικές. Με βάση την γεωγραφική διαίρεση σε ορεινές, πεδινές , νησιώτικες και αστικές. 
Η φουστανέλα της Αρκαδίας είναι μακριά, σταματά κάτω από το γόνατο και είναι καμωμένη από ύφασμα υφαντό ή λευκό ύφασμα «του εμπορίου». Η αυθεντική φουστανέλα έχει 400 φύλλα, 1.200 πτυχές και όχι πιέτες όπως τις ονομάζουν πολλοί. Τα μανίκια του πουκαμίσου είναι πολύ φαρδιά με 5-6 πιετάκια κατακόρυφα, δεξιά και αριστερά από το κούμπωμα. Το γιλέκο, το μεινταλογίλεκο, η φέρμελη της Αρκαδίας είναι σε χρώμα κυανό με μαύρα κορδόνια, κεντημένο με σιρίτια, κουμπιά μαύρα, πλεγμένα με το βελόνι. Με χρυσογάιτανα κεντούσαν μόνον τα γαμπριάτικα γιλέκα. Εξάρτημα της φουστανέλας είναι το σιλάχι της μέσης, το πλεχτό μαύρο ζωνάρι, μήκους τριών μέτρων, με κρόσσια. Η φορεσιά συμπληρώνονταν από μαύρο μαντήλι στο κεφάλι, oι περικνημίδες μαύρες ή κυανές κεντημένες όπως και το γιλέκο με φούντες και τσαπράζια. Τη φορεσιά αυτή τη φορούσαν τόσο στα προ-επαναστατικά χρόνια οι κλέφτες και οι αρματωλοί όσο και κατά την επανάσταση του ’21 οι αγωνιστές. Το φέσι, ο μαύρος ή κόκκινος σκούφος με τη μεταξωτή φούντα, αποτελεί εξέλιξη του μαντηλιού. Έξω απ’ όλα αυτά φορούσαν τον ντουλαμά, ρούχο εφαρμοστό ως τη μέση και πολύπτυχο κάτω. Ένα είδος σημερινής ρεντικότας. Αυτό βέβαια το φορούσαν οι άντρες εκείνοι που είχαν κοινωνική και οικονομική επιφάνεια, οι υπόλοιπο φορούσαν το ράσο ή την καπότα. Πουκαμίσα: Υφαντό καρό ύφασμα σε χρώμα λευκό, κυανούν, κόκκινο σκούρο. Αυτό φοριόταν στην ευρύτερη περιοχή της Τριπόλεως και κυρίως της Νεστάνης. Από τη μέση και επάνω είναι με πιέτες, ωμίτες και πλούσιο διάκοσμο από το ίδιο το ύφασμα ενώ από τη μέση και κάτω φτάνει στη μέση του μηρού με πολλές πιετούλες.Τα κουμπιά ήταν διαφορετικών χρωμάτων ενώ υπήρχε τσεπάκι λοξό με μαντηλάκια μικρά από τα χρώματα που είχε η πουκαμίσα... 
            Η αυθεντική φορεσιά Αμαλίας της Τρίπολης έχει δύο χρώματα. Είναι γκρενά και μαύρο κοντογούνι, λαδοπράσινο και κροκί φούστα από ύφασμα ταφτά. Το μαύρο συνδυάζεται με την κροκί και το γκρενά με το λαδοπράσινο. Η φούστα έχει πέντε (5) μέτρα φάρδος. Ο ποδόγυρος στολίζεται από πλισέ 10 πόντων τσακισμένος στο χέρι, η κουφή πιέτα στη μέση και δύο μονές στην κάθε πλευρά. Κόβεται οκτώ (8) μέτρα. Ράβεται με κουφές βελονιές επάνω στη φούστα. Ανοίγοντας τις πιετούλες του πλισέ μια μέσα και μία έξω σχηματίζει όμορφα λουλούδια. Εσωτερικά δεν μπαίνει φόδρα αλλά ύφασμα μαλακό βαμβακερό, καλής ποιότητας, στο χρώμα της φούστας.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου